ψευδοπατριώτης

ψευδοπατριώτης
ο лжепатриот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψευδοπατριώτης" в других словарях:

  • ψευδοπατριώτης — ο, Ν ψευτοπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πατριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπατριωτισμός — ο, Ν ψευτοπατριωτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδοπατριώτης + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»